- ἰσχητήριος
- ἰσχητήριος, α, ον, ([etym.] ἴσχω)A astringent, Hp.Loc.Hom.20, cf. Erot.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ισχητήριος — ἰσχητήριος, ία, ον (Α) [ίσχω] στυπτικός, στυφός … Dictionary of Greek
ἰσχητηρίοισι — ἰσχητήριος astringent masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχητηρίῳ — ἰσχητήριος astringent masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… … Dictionary of Greek